- τετράς
- (I)-άδος, ἡ, ΜΑβλ. τετράδα.————————(II)-άντος, ο / τετρᾱς, -ᾱντος, ΝΜΑχάλκινο νόμισμα τών αρχαίων Ρωμαίων που είχε αξία ίση με ένα τέταρτο τού ασσαρίουνεοελλ.γεωμετρικό όργανο ευρύτατης άλλοτε χρήσης για μέτρηση υψών και αποστάσεων ή γωνιών σκοπεύσεωςαρχ.το τέταρτο κύκλου.[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)-* + κατάλ. -ᾶς, -ᾶντος (πιθ. < -ᾱεις, -ᾱεντος, βλ. λ. -όεις), πρβλ. ἑξ-ᾶς. Ο τ. με σημ. «ρωμαϊκό νόμισμα» είναι απόδοση του λατ. quadrans (< quattuor «τέσσερα»)].————————(III)ο, Νζωολ. κοινή ονομασία πολλών μικρόσωμων και ανθεκτικών ψαριών ενυδρείου τής οικογένειας characidae.
Dictionary of Greek. 2013.